νεκροσκόπος

νεκροσκόπος
ο
ειδικός γιατρός ή υπάλληλος αρμόδιος για τη διαπίστωση τού θανάτου και τών αιτίων του μετά από εξωτερική νεκροψία τού νεκρού, που εκδίδει και τη σχετική βεβαίωση θανάτου τού νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + -σκόπος (< σκοπώ), πρβλ. μετεωρο-σκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεκροσκόπος — ο γιατρός που εξετάζει νεκρό, για να διαπιστώσει το θάνατο και τα αίτιά του, χωρίς ανατομική επέμβαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκροσκοπία — η εξωτερική, χωρίς νεκροτομία, επισκόπηση πτώματος, νεκροψία, με σκοπό τη διαπίστωση τού θανάτου και την εξακρίβωση τών αιτίων που τόν προκάλεσαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • νεκροσκοπείο — το το εργαστήριο τού νεκροσκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π.Κ. Αποστολίδη] …   Dictionary of Greek

  • νεκροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία ή στον νεκροσκόπο. επίρρ... νεκροσκοπικώς και ά από νεκροσκοπική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”