νεκροσκόπος — ο γιατρός που εξετάζει νεκρό, για να διαπιστώσει το θάνατο και τα αίτιά του, χωρίς ανατομική επέμβαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκροσκοπία — η εξωτερική, χωρίς νεκροτομία, επισκόπηση πτώματος, νεκροψία, με σκοπό τη διαπίστωση τού θανάτου και την εξακρίβωση τών αιτίων που τόν προκάλεσαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
νεκροσκοπείο — το το εργαστήριο τού νεκροσκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π.Κ. Αποστολίδη] … Dictionary of Greek
νεκροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία ή στον νεκροσκόπο. επίρρ... νεκροσκοπικώς και ά από νεκροσκοπική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek